- ταυροσφάγος
- -ον, Ααυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια τού οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» — ημέρα θυσιών, Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιρο-σφάγος].
Dictionary of Greek. 2013.